- θεωρία
- (Ιστορ.). Αντιπροσωπείες που έστελναν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στις πανελλήνιες γιορτές. Σπουδαιότερη θ. των Αθηναίων ήταν εκείνη που παρίστατο στη γιορτή του Δηλίου Απόλλωνα. Επικεφαλής της ήταν ο αρχιθέωρος, που αναλάμβανε όλα τα έξοδα. Τα μέλη της θ. έφεραν την ονομασία θεωροί και στην περίπτωση της Δήλου, Δηλιαστές. Το πλοίο που μετέφερε τους προσκυνητές ονομαζόταν θεωρίς, θεωρία, Δηλιάςη Ιερά. Πρώτο πλοίο του είδους ήταν η Θησηίς, που αντικαταστάθηκε από τη Σαλαμινία ή την Πάραλο.
* * *η (ΑΜ θεωρία, Α και ιων. τ. θεωρίη, δωρ. τ. θεαρίη, βοιωτ. τ. θιαωρία)η πνευματική έρευνα, η αφηρημένη γνώση, αποσπασμένη από την πρακτική και την εμπειρία (α. «ιατρός άριστος στη θεωρία» β. «ἡ τῆς ὅλης ὑποθέσεως ἀρχὴ γένηται καὶ θεωρία», Πολ.)νεοελλ.1. γενική αρχή που εξηγεί διάφορα φαινόμενα είτε με βάση τα γεγονότα ή με σειρά συλλογισμών (α. «η θεωρία τής υπεραξίας» β. «η δαρβινική θεωρία»)2. σύνολο αληθών προτάσεων που είναι συγκροτημένες σε ένα συνεκτικό λογικό σύστημα και που περιγράφουν και εξηγούν έναν τομέα τής πραγματικότητας και χρησιμεύουν ως βάση μιας επιστήμης («χωρίς θεωρία η πράξη είναι τυφλή»)3. έκθεση γενικών αρχών και κανόνων χωρίς επίλυση προβλημάτων και ασκήσεων4. φρ. «θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά» — επιβλητική και ωραία εξωτερική εμφάνιση χωρίς ουσιαστική αξίανεοελλ.-μσν.1. στολισμός2. ωραία εξωτερική εμφάνιση, θωριάμσν.-αρχ.1. η σύλληψη μιας αλήθειας με περισυλλογή ή ενόραση («τὴν τῶν δογμάτων θεωρίαν»)2. στον πληθ. αἱ θεωρίαιτα οράματα προφητών και αποστόλωναρχ.1. κοίταγμα, παρατήρηση, θέα («ἐξέπεμψεν ὁ πατἠρ ἅμα κατ' εμπορίαν καὶ κατὰ θεωρίαν»[τόν] έστειλε ο πατέρας για να κάνει εμπόριο και για να δει, Ισοκρ.)2. εξέταση, έρευνα, στοχασμός, γνώση («ἡ περὶ φύσεως θεωρία», Επίκ.)3. αποστολή θεωρών μιας πόλης, πρεσβεία σε εθνικές θρησκευτικές εορτές και πανηγύρεις («θεωρίαν ἀπάγειν εἰς Δῆλον», Πλάτ.)4. το αξίωμα τού θεωρού5. δημόσιο θέαμα, παράσταση6. πανήγυρη, γιορτή7. η θέα, η παρακολούθηση τής πανήγυρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρός. Η αρχική σημασία του ήταν «αποστολή πρέσβεων σε θρησκευτική εορτή, το να είναι κανείς θεωρός». Η σημασία αυτή γενικεύθηκε σε «ταξίδι στα ξένα». Την αφηρημένη σημασία «στοχασμός, εξέταση» έδωσε στη λ. ο Πλάτων, και στην ελληνιστική κοινή, ως όρος πλέον, η λ. θεωρία αντιδιεστάλη προς τη λ. πρακτική].
Dictionary of Greek. 2013.